- εὐδιάρθρωτος
- εὐδιάρθρωτος, ον,A well-articulated, of style, Eust.106.12, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδιάρθρωτος — εὐδιάρθρωτος, ον (Μ) (για ύφος) ο διαρθρωμένος, ο εκφρασμένος καλά («πρὸς εὐδιάρθρωτον διὰ τὸ τοῡ λόγου δυσήκοον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαρθρωτος (< διαρθρώ), πρβλ. α διάρθρωτος] … Dictionary of Greek
εὐδιάρθρωτος — well articulated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάρθρωτον — εὐδιάρθρωτος well articulated masc/fem acc sg εὐδιάρθρωτος well articulated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)